ἀφαιρέσει

ἀφαιρέσει
ἀφαίρεσις
taking away
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀφαιρέσεϊ , ἀφαίρεσις
taking away
fem dat sg (epic)
ἀφαίρεσις
taking away
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • отъставлениѥ — ОТЪСТАВЛЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Отстранение (от службы): аще убо обрѧщетьсѧ кто [дьякон] много или мала. преже поставлениѧ съгрѣшивъ. и по поставлении то же створивъ. подобно ли сему токмо доволну быти ѿставленiемь службы. приобщати же сѧ ст҃ыхъ даровъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отъ˫атыи — (26) прич. страд. прош. к отъ˫ати. 1.В 1 знач.: б҃атьство наше… въ ѥдинъ д҃нь ѿ˫ато бываѥть ѿ насъ. СбТр XII/XIII, 26 об.; || перен.: всему малод҃шью ѿ˫ату. (ἀναιρουμένης) ПНЧ к. XIV, 189а. 2. Во 2 знач …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Μοζάραβες — (αραβ. μουστά’ριμπα = εξαραβισμένοι). Όρος με τον οποίο συνηθίζεται να χαρακτηρίζονται οι χριστιανοί υπήκοοι των Αράβων της Ιβηρικής χερσονήσου. Πριν από τη μουσουλμανική εισβολή (8ος αι.), ο κελτο ιβηρικός πληθυσμός είχε διατελέσει υπό την… …   Dictionary of Greek

  • άελλα — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες …   Dictionary of Greek

  • απογέμιση — η το να αφαιρέσει κανείς τη γόμωση πυροβόλων, όπλων κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • αυτοκτονία — Η πράξη του να αφαιρέσει κανείς μόνος του και με τη θέλησή του τη ζωή του. Αυτό συμβαίνει με μια ορισμένη συχνότητα στους νευρασθενικούς και στους παράφρονες (σε αυτούς που πάσχουν από κατάθλιψη, μελαγχολία, πρόωρη γεροντική άνοια), με ποσοστά… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… …   Dictionary of Greek

  • επίθημα — Κατασκευαστικό και αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, το οποίο τοποθετείτο μεταξύ του κιονόκρανου και της γένεσης του υπερκείμενου τόξου. Είχε περίπου το σχήμα ανεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας και χρησίμευε στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”